Από το 2010 και μετά, την δικαιοσύνη (κυρίως των ΗΠΑ) απασχολούν όλο και συχνότερα υποθέσεις κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι Spirit εναντίον των Led Zep για το Stairway to Heaven (2016), οι κληρονόμοι του Marvin Gaye (αυτή η μάστιγα) εναντίον των Pharrell/Thickle για το Blurred Lines (2015), ο Ed Townsend εναντίον του Ed Sheeran για το Thinking Out Loud (2019), ο Flame εναντίον της Katy Perry για το Dark Horse (2019), οι Radiohead εναντίον της Lana Del Rey για το Get Free (2018) - και η πλέον πρόσφατη, όπου κάποιος Steve Ronsen απειλεί με αγωγή την Lady Gaga για το Shallow. Πλήθος άλλες υποθέσεις δεν έφτασαν στο ακροατήριο (όπως του Tom Petty εναντίον του Sam Smith για το Stay With Me ή οι διαμάχες για το Uptown Funk των Ronson/Mars) ή δεν έγιναν πρωτοσέλιδα, είτε γιατί οι κατηγορούμενοι δεν ήταν πασίγνωστοι σταρς, είτε γιατί τα "κλεμμένα" τραγούδια δεν ήταν παγκόσμιες επιτυχίες.
Business as usual
Εκ πρώτης όψεως it's another day at the office για τα νομικά τμήματα των εκδοτών ή τους νομικούς συμβούλους των κατήγορων: πάντοτε υπήρχαν αντιδικίες ανάμεσα σε καλλιτέχνες σχετικά με την πατρότητα τραγουδιών. Θυμηθείτε τους Ronnie Mack - George Harrison για το My Sweet Lord (1971), τους Chuck Berry - John Lennon για το Come Together (1973), τους Hollies - Radiohead για το Creep (1974) ή τον John Fogerty εναντίον του ...εαυτού του για το Old Man Down The Road (1988).
Από το '80 και μετά μάλιστα, οι δικηγόροι είχαν ακόμη περισσότερη δουλειά. Με την εξάπλωση του sampling και την επικράτηση του rap/hiphop - που βασιζόταν στην νέα τεχνολογία - ένα επιτυχημένο άλμπουμ μπορεί να περιέχει μερικές δεκάδες samples για τα οποία απαιτείται προηγούμενη άδεια. Χαρακτηριστική περίπτωση το Bittersweet Symphony (1997), όπου οι Jagger/Richards απέσπασαν όλα τα δικαιώματα των Verve για το τραγούδι τους, με αιτιολογία ένα (μεγαλύτερης διάρκειας από το αδειοδοτημένο) sample ορχηστρικής διασκευής του The Last Time των Stones.
Η σκηνή του rap/hiphop έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το 1991, μια δικαστική απόφαση άλλαξε την ποπ μουσική: υποχρέωσε τους Beastie Boys να αποζημιώσουν τους Trouble Funk για δείγματα των τελευταίων που χρησιμοποίησαν στα δύο πρώτα άλμπουμ τους. Σαν αποτέλεσμα, σήμερα, αν θες να σαμπλάρεις, πρέπει να έχεις τα λεφτά ή/και τους δικηγόρους. Γι' αυτό είναι πιά ένα είδος πολυτελείας, προνόμιο των μεγάλων ονομάτων - τα samples γι' αυτούς είναι σύμβολα οικονομικής επιτυχίας. Στο whosampled.com θα βρείτε περιπτώσεις όπως πχ του Drake, που στο “Nice for What” (2018) δειγμάτισε το “Ex-Factor” (1998) της Lauryn Hill που δειγμάτισε το “Can It Be All So Simple” (1993) των Wu Tang Clan που δειγμάτισαν το “The Way We Were / Try to Remember (1974) των Gladys Knight & the Pips. Η μεγάλη πλειοψηφία των hiphop καλλιτεχνών είτε περιορίζει/αποφεύγει τα samples είτε αναλαμβάνει ένα υπολογισμένο ρίσκο: αν το τραγούδι δεν έχει επιτυχία δεν θ' ασχοληθεί κανείς - αν έχει, θα μοιραστούν τα δικαιώματα, ενώ η δημοσιότητα της αντιδικίας για ένα χιτ είναι δημοσιότητα, τελεία.
Όλοι στο Λούβρο μαθαίνουμε να ζωγραφίζουμε (Ωγκύστ Ρενουάρ)
Οι νομικές επιπλοκές είχαν διπλό αντίκτυπο: καταρχάς η hiphop άλλαξε χαρακτήρα όταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, το δειγματισμένο απόσπασμα, κηρύχθηκε προστατευόμενο. Φανταστείτε αντίστοιχα να έπρεπε να ζητηθεί άδεια για τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας ή του σαξόφωνου σ' ένα ροκ η τζαζ κομμάτι..! Η πρωτοποριακή γοητεία του ready-made και της αυθαίρετης ανακύκλωσης μουσικής αυθεντίας εξαφανίστηκε σταδιακά. Ο νόμος αλλοίωσε την μουσική έκφραση μιας κοινωνικής διαμαρτυρίας όπως αυτή πήγαζε από το ταξικό υπόγειο.
Κατά κύριο λόγο όμως, μ' αυτόν τον τρόπο, το πνευματικό δικαίωμα βρέθηκε απέναντι στην ίδια την μουσική δημιουργία. Ένα μουσικό (και γενικά καλλιτεχνικό) έργο πηγάζει από και υλοποιείται με πρώτες ύλες που "παραδόθηκαν" στον δημιουργό του από τις προηγούμενες γενιές. Οι παραδόσεις αυτές από ήχους, μελωδίες, αρμονίες και ρυθμούς είναι μια διαρκώς εμπλουτιζόμενη "κοινή γνώση" που διατρέχει διαχρονικά την μουσική και καθορίζει την συνέχεια και την εξέλιξή της. Η σύνθεση ειναι ακριβώς αυτό που λέει η λέξη: μια διαδικασία επιλογής παραδομένων και κοινόχρηστων πόρων (κοινής γνώσης), που με μια σειρά κρίσεων και αποφάσεων του δημιουργού, συντίθενται και νοηματοδοτούνται. Δεν αποτελούν πλέον το άθροισμα των συστατικών τους αλλά νέο, αυθύπαρκτο και (κατά τον νόμο) πρωτότυπο έργο, στο οποίο η έμπνευση του δημιουργού αποτελεί προστιθέμενη αξία.
"Στην σύγχρονη εποχή, ο συγγραφέας (βλ. συνθέτης) θεωρείται ο μοναδικός δημιουργός έργων τέχνης, η πρωτοτυπία των οποίων δικαιολογεί την προστασία τους σύμφωνα με τους νόμους της πνευματικής ιδιοκτησίας - παρ' όλη την αντίθετη εμπειρία: είναι προφανές ότι οι δημιουργικές μας πρακτικές είναι πάντα παράγωγες, εν γένει συλλογικές και όλο και πιό συνεργατικές. Όμως εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι η "γνήσια" δημιουργία είναι ατομική και πρωτότυπη και ακόμη φανταζόμαστε ότι η αξία που της εκχωρούμε είναι καθολική και διαχρονική". (Bellagio, 1993)
Κι ακόμη: "Είναι γνωστό ότι η συνειδητή και ασυνείδητη ιδιοποίηση, ο δανεισμός, η προσαρμογή, ακόμη και η ευθεία λογοκλοπή, υπήρξαν ανέκαθεν και με διάφορους τρόπους, μέρος της διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η προσπάθεια να έχουν νόημα οι νόμοι περί πνευματικών δικαιωμάτων, βρίσκει το όριο της στο λαϊκό τραγούδι. Γιατί αυτό είναι, εξ ορισμού, και όσο μπορούμε να ξέρουμε, ένα κατεξοχήν προϊόν λογοκλοπής" (Seeger, 1992)
Κλέψε το παγκάρι
Το δεδικασμένο που έθεσε συλλήβδην τα samples εκτός δημόσιου τομέα - με βάση την χρονολογία έκδοσής τους ή θανάτου του δημιουργού τους - παραβλέπει πως η πλειοψηφία τους (το Amen break, μια κραυγή του James Brown, δυό φράσεις από το La Di Da Di) έχουν πλέον τα χαρακτηριστικά λαϊκής παράδοσης και ως τέτοια χρησιμοποιούνται. Η απόφαση αυτή του 1991, ερμηνεύοντας στενά τον νόμο, ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο στην σημερινή σύγχυση του τί ανήκει στον δημόσιο τομέα, τί είναι μέρος παράδοσης και τί όχι. Εφόσον στοιχεία, που έγκυρα αποτυπώνονται στο συλλογικό υποσυνείδητο ως κοινόχρηστα (όπως τα samples τραγουδιών-ορόσημων), έχουν ακόμη πνευματικό ιδιοκτήτη, σήμερα το σύνολο της κοινής μας γνώσης μπαίνει στο τραπέζι - και μάλιστα σε μιαν αρνητική συγκυρία: η βιομηχανία, διανύοντας μια περίοδο προσαρμογής στον ψηφιακό κόσμο, έχασε την αγορά του υλικού φορέα (CD κυρίως) και επικεντρώθηκε στο πνευματικό δικαίωμα, σε μια προσπάθεια αναπλήρωσης των χαμένων εσόδων.
Γύρω απ' την πνευματική ιδιοκτησία έχει στηθεί ένας χορός εκατομμυρίων, που συμπαρασύρει στις αίθουσες των δικαστηρίων καλλιτέχνες, κληρονόμους, εκδότες, δισκογραφικές και κάθε λογής μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Την αβεβαιότητα εκμεταλλεύονται νομικοί και μουσικολόγοι έναντι αδρής αμοιβής, σε βάρος της ίδιας της μουσικής τέχνης. Μια προσεκτική ανάγνωση των δικόγραφων της τελευταίας δεκαετίας αποκαλύπτει την στροφή της σύγχρονης βιομηχανίας στο πνευματικό δικαίωμα και απαντά στο "γιατί τώρα" και "γιατί στην ποπ σκηνή"
Οι καταναλωτές βασίζονται στην οικειότητα για να κατανοήσουν ένα προϊόν και στην καινοτομία για να το απολαύσουν. Στο σύγχρονο ποπ πρότυπο, ένας περιορισμένος αριθμός μουσικών και στιχουργικών κλισέ (οικειότητα) ηχογραφείται εκ νέου (με στυλιστικές και τεχνολογικές καινοτομίες). Αν και τα κλισέ αυτά προφανώς αποτελούν κοινή γνώση, η πρόσφατη νομολογία τα τοποθετεί στον χώρο των προστατευόμενων "έργων" περιορίζοντας αυθαίρετα (και με ασάφεια) τα όρια του δημόσιου τομέα, με αποφάσεις που βασίζονται στην χειραγώγηση των ενόρκων από μουσικούς εμπειρογνώμονες, στην εκμετάλλευση της εύλογης αδυναμίας του κοινού (και συχνά των νομικών) να κατανοήσουν την φύση της πνευματικής δημιουργίας και σε επεκτατική ερμηνεία νομικών διατάξεων.
Θα τα πούμε στα δικαστήρια
Στην δίκη του 2015, οι ένορκοι θεώρησαν τους Pharrell Williams / Robin Thicke ένοχους παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων, βρίσκοντας "ουσιαστική ομοιότητα" του τραγουδιού τους "Blurred Lines" με το "Got To Give It Up" (1977) του Marvin Gaye. Η ομοιότητα αυτή εντοπίστηκε στο ηχόχρωμα και σε ρυθμικά στοιχεία και στηρίχθηκε παράτυπα στην ακρόαση του τραγουδιού του Gaye κι όχι στην χρήση παρτιτούρας (όπως προβλέπει ο ν. του 1909, στον οποίο εμπίπτει το τραγούδι, αφού εκδόθηκε πριν την αλλαγή του νόμου το 1978). Η υπεράσπιση των Williams και Thicke στην έφεσή της, υποστήριξε ότι οι ένορκοι παρασύρθηκαν από μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων βασισμένων εσφαλμένα στην ηχογράφηση. Η προστασία δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν της μελωδίας, των στίχων και των οργάνων που σημειώνονται στην παρτιτούρα, επομένως η υπόθεση δεν θα έπρεπε να κριθεί για το "groove and feel" των τραγουδιών. Η ενορχήστρωση, πρόσθετα όργανα (πχ το cowbell), το falsetto στην ερμηνεία ή αλλά στοιχεία της ηχογραφημένης εκτέλεσης που προσδίδουν το χρώμα, την ατμόσφαιρα, την διάθεση σ' ένα τραγούδι, είναι προϋπάρχοντα στοιχεία μουσικού είδους και ορθά δεν προστατεύονται - η σόουλ για παράδειγμα, δεν είναι πνευματική ιδιοκτησία κάποιου καλλιτέχνη. Μ' αυτήν την λογική, ο Chuck Berry, ο Bo Diddley κι ο Jimmy Hendrix πρέπει να μηνύσουν τον πλανήτη! Όπως επεσήμανε και η Jennifer Jenkins, καθηγήτρια του Duke Law School, "κάποια από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τα τραγούδια να ακούγονται παρόμοια - όπως το falsetto και η χρήση του cowbell για την απόδοση ρυθμικών ήχων - δεν είναι πρωτότυπα στοιχεία της σύνθεσης του Gaye. Τα βασικά στοιχεία των δύο συνθέσεων, η μελωδία και η αρμονία, δεν είναι ουσιαστικά παρόμοια". Όπως εύστοχα συνοψίζει ένα σχόλιο στο διαδίκτυο, "η χρήση cowbell προστατεύεται και χρειάζεται άδεια από το SNL,[υπονοεί το γνωστό σκετς της εκπομπής More Cowbell]ενώ τον ήχο cowbell έχει κατοχυρώσει μια αγελάδα".
Παρ' ολ' αυτά οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε αποζημίωση $ 7.4 εκατομ (και σε δεύτερο βαθμό $ 5 εκατομ. συν 50% των δικαιωμάτων). Η ετυμηγορία προκάλεσε έκπληξη και ανησυχία στους μουσικούς και 200+ υπέγραψαν ένα υπόμνημα στήριξης, επικαλούμενοι τον βαρύ αντίκτυπο της απόφασης στην δημιουργική κοινότητα. Πράγματι, οι συνέπειες της τελεσιδικίας αυτής είναι καταλυτικές για την πνευματική ιδιοκτησία και τον ρόλο της στην βιομηχανία. Με την απόφαση υπέρ των κληρονόμων του Gaye, οι αυξημένες πιθανότητες ακούσιας παραβίασης πνευματικής ιδιοκτησίας αρκούν για να διαμορφώσουν μια στρατηγική "νομοταγούς" δημιουργίας, ισοπεδώνοντας το ήδη ομογενοποιημένο τοπίο της σύγχρονης ποπ.
Δεν αρκεί πλέον ο ισχυρισμός ότι ο συνθέτης εμπνεύστηκε πχ τον ρυθμό ή την ακολουθία συγχορδιών του από κάποιο μουσικό ρεύμα ή τραγούδι. Θα πρέπει αυτά να σημειώνονται αναλυτικά σε παρτιτούρα, να ζητούνται και να χορηγούνται άδειες πριν από την έκδοση του τραγουδιού - κι αν βρεθούν παρόμοια (;) μπορεί να θεωρηθούν κλοπιμαία. Όμως είναι δύσκολο να ακούει κάποιος Stevie Wonder, Marvin Gaye και Dionne Warwick σ' όλη του την ζωή και να μην εμπνευστεί από τη μουσική τους, με τρόπο που να επηρεάζει το έργο του. Οπότε κανείς δεν ξέρει αν θα βρεθεί κατηγορούμενος για κλοπή επειδή τρείς νότες ή συγχορδίες, το feel ή το groove του τραγουδιού του (που ούτως ή άλλως δεν είναι προστατευόμενα) συμπίπτουν ή προσομοιάζουν με παλιότερη ηχογράφηση.
Κατοχυρώνοντας το Αλφάβητο
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Flame εναντίον Katy Perry. Το ostinato σχήμα από οκτώ νότες συνθ του "Dark Horse" της Katy Perry με την εισαγωγή του "Joyful Noise" του 2008, είναι σχεδόν ίδια. Ωστόσο είναι μια κλισέ φράση, οκτώ νότες που οποιοσδήποτε με ελάχιστο ταλέντο θα μπορούσε να παίξει σ' ένα παιδικό ξυλόφωνο, ένα μοτίβο απ' αυτά που βρίσκονται σωρηδόν. Κι όμως: παρά τα επιχειρήματα των μουσικολόγων που προσκόμισαν δύο παλιότερα τραγούδια με παρόμοια μελωδία, των δικηγόρων που ισχυρίστηκαν ότι είναι τόσο βασική ώστε να μην επιδέχεται νομική προστασία, των εμπειρογνωμόνων που υποστήριξαν ότι η φήμη της Katy Perry ήταν αυτή που συνέβαλε κυρίως στην επιτυχία του τραγουδιού και την μαρτυρία των συνθετών του "Dark Horse" ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ το Joyful Noise, οι ένορκοι αποφάσισαν ότι η Perry, οι συν-συνθέτες και οι παραγωγοί της, είχαν παραβιάσει τα πνευματικά δικαιώματα του Flame. Σαν αποτέλεσμα, ο συνθέτης του "Joyful Noise" αποζημιώνεται με $ 2.78 εκατομμύρια. Η υπεράσπιση της Katy Perry δήλωσε πως "[οι αντίδικοι] προσπαθούννα οικειοποιηθούν τα βασικά δομικά στοιχεία, το αλφάβητο της μουσικής, που θα πρέπει να είναι διαθέσιμο σε όλους" και χαρακτήρισε την απόφαση ως "νομική παγίδα". Να σημειώσουμε εδώ πως, αν ο μουσικολόγος εμπειρογνώμονας του ενάγοντα (Flame), αναπτύξει τα επιχειρήματα που έφερε στο ακροατήριο σε μια ομάδα συναδέλφων ή ακόμη και πρωτοετών μαθητών Ωδείου, θα γελάνε και τα καθίσματα - παραλίγο κατοχύρωσε την μινόρε κλίμακα για λογαριασμό του ράπερ.
Φοβάμαι πως παρόμοια εξέλιξη θα έχει και η περίπτωση του Thinking Out Loud του Ed Sheeran, που ενάγεται από τους κληρονόμους του Ed Townsend για $100 εκατομ. με την κατηγορία ότι αντέγραψε το Let's Get It On του Marvin Gaye. Εκτός από τις "ουσιαστικές ομοιότητες" μεταξύ των δύο τραγουδιών, οι ένορκοι θα αποφανθούν αν το "harmonic rhythm" (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό!) του Let's Get It On καλύπτεται από την πνευματική ιδιοκτησία ή είναι "συνηθισμένο" (η κοινή γνώση που αναφέραμε). Η υπεράσπιση υποστήριξε προκαταρκτικά ότι το Thinking Out Loud χαρακτηρίζεται από "σκοτεινούς, μελαγχολικούς τόνους, που εκφράζουν ανεκπλήρωτο έρωτα" ενώ το Let's Get It On ήταν ένας "σεξουαλικός ύμνος". Ακούγοντας τα δύο τραγούδια, είναι φανερό πως οι ενάγοντες ελπίζουν σε ετυμηγορία-καρμπόν με το Blurred Lines, με τα ίδια επιχειρήματα, την ίδια αποδεικτική βάση και τους ίδιους καλοπληρωμένους μουσικολόγους. Ο δικαστής παρέπεμψε την υπόθεση στους ενόρκους με την αιτιολογία της παρόμοιας "αισθητικής" αλλά τελικά την ανέβαλε, μέχρι την τελική απόφαση της δίκης των Led Zep για το Stairway to Heaven, θεωρώντας την συναφή. Τι τό 'θελε, αφού υπάρχει το Blurred Lines...
Ρίξε μια ζαριά καλή
Πολλοί ειδικοί στην μουσική κοινότητα επισημαίνουν την έλλειψη μουσικών γνώσεων που βαρύνει αυτές τις αποφάσεις και την βαριά σκιά της καταδίκης των $ 5.3 εκατομ. του "Blurred Lines", βασισμένη στην παρόμοια "αίσθηση" του τραγουδιού με το "Got To Give It Up". Δικηγόροι με εμπειρία στην πνευματική ιδιοκτησία αμφισβητούν την επιλογή ορκωτών δικαστηρίων για τέτοιες, περίπλοκες υποθέσεις. "Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μουσικής, είναι πολύ δύσκολο για τους ενόρκους να περάσουν αρκετές μέρες στο δικαστήριο, να ενημερωθούν για την μουσική, τα τραγούδια και τα πνευματικά δικαιώματα και να καταλήξουν σε μια δίκαιη ετυμηγορία", λέει ο Ed McPherson, νομικός ειδικευμένος στην πνευματική ιδιοκτησία, προτείνοντας παρόμοιες υποθέσεις να υποβάλλονται σε επιτροπές διαιτησίας εμπειρογνωμόνων κι όχι να δικάζονται σε ορκωτά δικαστήρια.
Φυσικά όλες οι υποθέσεις δεν είναι ίδιες: το Get Free της Lana Del Rey έχει πανομοιότυπο κουπλέ με το Creep των Radiohead (τραγούδι το οποίο οι Radiohead "έκλεψαν" από τους Hollies). Τέτοιες αντιδικίες λύνονται εκτός δικαστηρίου: για παράδειγμα, το 2015, οι συνθέτες του "Stay With Me" Sam Smith συμβιβάστηκαν εξωδικαστικά με τον Tom Petty και πρόσθεσαν το όνομά του στα credits, αν και ισχυρίζονταν ότι δεν γνώριζαν το τραγούδι του "I Won't Back Down". Παρομοίως, οι Ronson/Mars έχουν προσθέσει συνθέτες δύο φορές στο "Uptown Funk", από τότε που εκδόθηκε το 2014, ενώ ο Sheeran πλήρωσε εξωδικαστικά $ 20 εκατομ. για το Photograph. Μπορεί λοιπόν κανείς να αναρωτηθεί γιατί η Perry και η ομάδα της δεν συμβιβάστηκαν.
"Ίσως τα λεφτά ήταν πολλά, ίσως πράγματι δεν αντέγραψαν το Joyful Noise και περίμεναν να δικαιωθούν" λέει κορυφαίος δικηγόρος της βιομηχανίας [ανώνυμα]. "Αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να αποφύγουμε την παγίωση αυτής της δικαστικής πρακτικής. Ο φόβος μιας καταδίκης προξενεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην δημιουργικότητα. Υπάρχουν συγκεκριμένες συγχορδίες ή μελωδικές γραμμές που είναι ευχάριστες στο αυτί και χρησιμοποιούνται συνέχεια απ' όλους. Δεν είναι σωστό να δώσουμε σε κάποιον το μονοπώλιο σε μια ακολουθία συγχορδιών ή σε μια απλή μελωδία. Είναι κακό για τους καλλιτέχνες, τη μουσική, τον πολιτισμό, τον καθένα μας... Είναι καλό μόνο για τους ενάγοντες που θα πάρουν χρήματα από μια επιτυχία που δεν έγραψαν".
Μετά το Blurred Lines, η νομολογία των πνευματικών δικαιωμάτων ευνοεί κάθε είδους αγωγή για την παραβίασή τους, χωρίς ισχυρισμούς επί της ουσίας, με την επίκληση μιας γενικής ατμόσφαιρας, ακολουθίας συγχορδιών, ρυθμικών σχημάτων ή "vibe". Από την στιγμή που οι κληρονόμοι του Marvin Gaye κέρδισαν $ 5.3 εκατομ. από μιαν απόφαση που βρήκε τους Thickle/Williams ένοχους για κλοπή, χωρίς καμμία σύμπτωση μελωδίας ή αρμονίας, όλο το top10 του Billboard δέχτηκε αγωγές: εκτός από το τα τραγούδια του Ed Sheeran και της Katy Perry, το One Last Time της Ariana Grande, το Sorry του Justin Bieber, και το Stars της Demi Lovato. Οι νέες υποθέσεις στηρίζονται σε παρόμοιο "vibe", "feel", "groove" ή ηχόχρωμα παρά στην αντιγραφή μελωδίας, αρμονίας ή ρυθμού - ένα φαινόμενο που δεν υπήρχε στο παρελθόν: ο Bob Dylan δεν μήνυσε τους Stealers Wheel επειδή το Stuck In The Middle With You είχε Ντύλαν vibe, ούτε ο Bruce Springsteen μηνύθηκε επειδή το Blinded By The Light είχε ατμόσφαιρα Van Morrison, ενώ ο ίδιος ο Springsteen δεν μήνυσε τον Marc Cohn επειδή το Walking In Memphis ήταν σαν να το έγραψε αυτός.
Σ' αυτές τις δίκες, οι πιθανότητες είναι πάντα κατά του σταρ, ο οποίος έχει πολλά να χάσει ως εναγόμενος, ενώ οι ενάγοντες δεν έχουν να χάσουν τίποτα: τις περισσότερες φορές οι δικαστές δεν τους επιδικάζουν δικαστικά έξοδα όταν χάνουν - γιατί λοιπόν να μην δοκιμάσουν την τύχη τους; Ο νομικός William Hochberg συμφωνεί. "Από το Blurred Lines και μετά, υπάρχει μια επιδημία αγωγών", είπε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του. "Κάθε καρυδιάς καρύδι έρχεται στο γραφείο μου από το πουθενά: έχω ένα τραγούδι με breakbeat, το ίδιο μ' ένα τραγούδι του Top 10!".
Στο άμεσο μέλλον θα κατοχυρωθεί το I-iii-IV-V, το δωδεκάμετρο blues, τα 4/4, το cowbell, το falsetto και το do-la-fa-sol (σε οποιαδήποτε σειρά και τονικότητα, για να συμπεριλάβει όλα τα τραγούδια του top100). Ίσως και η αναπνοή, ειδικά το ρυθμικό σχήμα "εισπνοή - εκπνοή". Γιούργια.