Ο όρος Ιστορία της Τέχνης, κατά κανόνα εννοεί την Ιστορία της Ευρωπαικής Τέχνης. Πρέπει κανείς να αναφερθεί συκεκριμένα στην Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης, ώστε να συμπεριλάβει και τις άλλες ηπείρους και τους πολιτισμούς που ήκμασαν σ’ αυτές και ανέπτυξαν τέχνη.
Οι λόγοι που συνήθως δεν εξετάζονται παράλληλα είναι κυρίως γιατί:
-
Η έννοια που αποδίδεται στον όρο “τέχνη” στη Δύση (που τελικά γράφει την Ιστορία αυτή) είναι πολύ συγκεκριμένη, σε σημείο να “φωτογραφίζεται” ως τέτοια μόνον η καλλιτεχνική - και κυρίως η εικαστική - παραγωγή της Ευρώπης, από την Αναγέννηση και μετά, πάντα με σημείο αναφοράς την Αρχαία Ελλάδα. Όλη η σχετική βιβλιογραφία αφορά στην παραγωγή και στην περίοδο αυτή. Πρόκειται σαφώς για μια συστηματική ταξινόμηση που διευκολύνει την έρευνα, και όχι για μια αξιολογική εκτίμηση με βάση την ποιότητα της Ανατολικής τέχνης. Ωστόσο: είναι εντελώς αδύνατο να κατανοήσουμε πχ την Κυκλαδική ή την τέχνη των Μινωιτών, χωρίς να αναφερθούμε στην επιρροή που άσκησε πάνω της η τέχνη της Μεσοποταμίας ή η - προηγηθείσα κατά χιλιετίες - αγγειοπλαστική της Κίνας. Ή τη μουσική του Debussy χωρίς να γνωρίζουμε τις επιρροές της Ινδονησιακής gamelan ή των μουσικών αραβουργημάτων που ενσωμάτωσε στο έργο του. Το έργο του Πικάσσο είναι ακατανόητο χωρίς προηγούμενη βασική γνωριμία με το Αφρικανικό φολκλόρ όπως επίσης τα blues και όλο το ποπ / ροκ ιδίωμα της σύγχρονης εμπορικής μουσικής.
-
Η Δυτική σκέψη με τον ορθολογισμό και την - καταρχήν - προτίμησή της στον ρεαλισμό δυσκολεύεται να δεχτεί την διαφορετικότητα της Ανατολικής τέχνης, που στρέφεται προς τον μυστικισμό, τον υπαινιγμό και την εσωτερικότητα. Αντίστοιχα, η υποτιθέμενη ανωτερότητα της Δυτικής τέχνης - καλά θεμελιωμένη στους τομείς της επιστήμης, της ανακάλυψης και του πολέμου - συναντά την συγκατάβαση των Ανατολικών λαών πού βρίσκουν στον ρεαλισμό μια κατώτερη μορφή έκφρασης, απ’ όπου λείπει η έμφαση στην κοσμική ηρεμία, τα αφηρημένα σημεία της πνευματικότητας και η γαλήνη της περισυλλογής.
Τα ανατολικά ασιατικά έθνη, ανέπτυξαν πολιτισμούς που η Τέχνη τους χαρακτηρίζεται από έντονη πνευματικότητα. Ο "ελληνικός τρόπος" ήταν η απόρριψη του αγνώστου και η δυσπιστία απέναντι σε ό,τι δεν μπορούσε να "γνωσθεί", να αναγνωριστεί δηλαδή λογικά. Αντίθετα: προσπαθεί να εκλογικεύσει, να ενσωματώσει στα έργα τέχνης το "φυσικά όμορφο", το ορθολογικό, το λογικά συναγόμενο ιδεώδες. Έτσι, η ελληνική τέχνη γεννιέται από την εναργή παρατήρηση και αποτυπώνεται σε σαφείς, ρεαλιστικές αναπαραστάσεις - ή, στην αρχιτεκτονική, σε λογικές, λειτουργικές δομές, αραιά διακοσμημένες. Στην μουσική, ο Πυθαγόρας αναγνωρίζει την αρμονία στους αριθμούς, και με βάση αυτούς χωρίζει τα διαστήματα της μουσικής κλίμακας και όχι ανάγοντας στον εσωτερικό κόσμο.
Ο "ανατολικός τρόπος" - όπως υποδηλώνεται καταρχάς από την κινεζική τέχνη - είναι ο αποκλεισμός του παρατηρούμενου φυσικού φαινόμενου, και η αναζήτηση της ουσίας του κόσμου στις διαισθητικά προσληφθείσες αξίες, στον υπαινιγμό και στα αφηρημένα στοιχεία του χρώματος και της δημιουργικής οργάνωσης της μορφής. Η ανατολική τέχνη (λιγότερο προφανώς ανθρωπιστική, αλλά φυσική και πνευματική), τρέφει το πνεύμα. Ανυψώνεται στη σφαίρα του σχεδόν αφηρημένου, του μυστικιστικού στοχασμού και του αισθησιασμού.
Η Ινδουιστική φιλοσοφία, σε μια προσπάθεια να εκφράσει το απροσδιόριστο, προσφέρει ένα δίδαγμα χρήσιμο στον Δυτικό παρατηρητή, που απογοητεύεται από την διαφορετικότητα της Ανατολικής τέχνης. Η ψυχή, λέει, είναι ένα εσωτερικό μάτι. Δεν βλέπει τον έξω κόσμο, αλλά τις αιώνιες πραγματικότητες. Βλέπει το σύμπαν στην ουσία του, με πνευματική σημασία. Ο ανατολίτης καλλιτέχνης απευθύνει την τέχνη του σ 'αυτό το εσωτερικό μάτι, αντί να προσπαθεί να ευχαριστήσει το εξωτερικό, με την οικειότητα ή την έξυπνη "μίμηση" - θυμηθείτε τον όρο - ή την λογική έκφραση. Τα αφηρημένα στοιχεία της τέχνης - χρώμα, ρυθμός, ζωτικότητα της μορφής - είναι μια γλώσσα κατανοητή για την ψυχή και ευπρόσδεκτη από το εσωτερικό όραμα.
Αυτό το μάτι στο κέντρο της συνείδησης, ατροφεί στους περισσότερους δυτικούς ανθρώπους - παραμελημένο, σκόπιμα "τυφλωμένο" υπέρ του ορθολογικού στοχασμού. Μπορεί να ανοίξει, να γίνει ευαίσθητο με τη χρήση. Μόνον αυτό ανιχνεύει τις πιο βαθιές απολαύσεις της τέχνης. Αφορά τις αξίες που σχετίζονται με το συναίσθημα και όχι με τη δήλωση, δεν ζητά μετάφραση από τις αισθήσεις και το νού, μεταφέρει τον θεατή αμέσως στην πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη. Ενα τερατώδες πνεύμα, σκαλισμένο από ένα γλύπτη, είναι μάλλον το προιόν του συναισθήματος που γεννά η Ιδέα του τέρατος και της πέτρινης μάζας, παρά μια αναπαράσταση (του ίδιου του τέρατος).
Το “δυτικό μάτι”, είναι πραγματιστικό, νευρικό, ζητά αντικειμενική αναφορά, περιφρονεί το άγνωστο. Τυφλώνεται απ΄ τη μορφή και αγνοεί τη φαντασία. Πρόσφατα, και για πρώτη φορά μετά την αναγεννησιακή τέχνη, μεγάλος αριθμός Δυτικών, αναγνωρίζουν ότι χωρίς να καταπνίξουν το νού και να αναπτύξουν ένα εσωτερικό στοχαστικό όραμα, δεν μπορούν να κατανοήσουν το μήνυμα και να απολαύσουν την ομορφιά μιας Κινέζικης χαλκογραφίας ή ζωγραφικής τοπίου.
Από την "Ιστορία της Τέχνης - Αισθητικές Θεωρίες" - Κατέβασε όλο το απόσπασμα εδώ.